- ευνητος
- εὔνητοςεὔ-νητοςэп. ἐΰν(ν)ητος 2красиво сотканный
(χιτών Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χιτών Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εΰννητος — ἐΰννητος, ον (Α) (επικ. τ. αντί εύνητος) αυτός που έχει γνεστεί ή υφανθεί καλά, καλογνεσμένος, καλοϋφασμένος («οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ ἐϋννήτους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευς (ευ) + νητός «υφασμένος (< νήθω «γνέθω»)] … Dictionary of Greek